- υποτραχήλιο
- το / ὑποτραχήλιον, ΝΜΑ1. το κατώτερο μέρος τού τραχήλου («ὑποτραχήλιον καλοῡσι τὸ ὑπὸ τοὺς αὐχένας μεταξὺ ὠμοπλατῶν καταλῆγον ἐπὶ τὸ μετάφρενον», Πολυδ.)2. αρχιτ. το μεταξύ τού κορμού και τού κιονοκράνου μη ραβδωτό τμήμα ενός κίονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + τράχηλος + κατάλ. -ιο(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.